χασαπόσκυλο

χασαπόσκυλο
το, Ν
1. αδέσποτος μεγαλόσωμος σκύλος που συχνάζει στα κρεοπωλεία
2. μτφ. (για πρόσ.) χαραμοφάης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χασαπόσκυλο — το αδέσποτος μεγάλος σκύλος που περιφέρεται στα κρεοπωλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασαπόσκυλος — ο, Ν το χασαπόσκυλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”